πατάνη

πατάνη
η, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. η καραβάνα τών ναυτών κατά τα παλαιότερα χρόνια
αρχ.
είδος ρηχού πιάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια σειρά λέξεων που δηλώνουν όργανο, σκεύος, με επίθημα -άνη (πρβλ. λεκ-άνη, χο-άνη, σκαπ-άνη) και συνδέεται με το συνώνυμο λατ. patera. Αμφίβολο παρ' όλα αυτά παραμένει αν η σχέση τών δύο τ. είναι σχέση δανείου (δηλ. το λατ. patera να αποτελεί παράλληλο σχηματισμό τού patina, που είναι δάνειο από την Ελληνική) ή αν ανάγονται σε κοινή ΙΕ ρίζα (πρβλ. χεττιτ. pattar «καλάθι στο οποίο τοποθετούνταν σπόροι και καρποί, όχι όμως υγρά τρόφιμα»). Κατ' άλλους, η λ. πατάνη (< *πετάνᾱ) συνδέεται με το θ. τού πετάννυμι, άποψη ωστόσο που δεν ικανοποιεί ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά. Η ύπαρξη, τέλος, τού σικελ. τ. βατάνη μάς κάνει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για ευρέως διαδεδομένη λέξη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πατάνη — flat dish fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτανον — τὸ, Α πατάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πατάνη*] …   Dictionary of Greek

  • πάτελλα — ἡ, Α πατάνη, πιατέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από το λατ. patella (υποκορ. τού patera βλ. λ. πατάνη), απ όπου το γαλλ. poele «τηγάνι»] …   Dictionary of Greek

  • πατάνεψις — έψεως, ἡ, Α χέλι ψημένο μέσα σε πατάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατάνη «είδος αγγείου» + ἔψις (< ἔψω «ψήνω»)] …   Dictionary of Greek

  • πατάνιον — τὸ, Α [πατάνη] υποκορ. τού πατάνη …   Dictionary of Greek

  • πατάνα — πατάνᾱ , πατάνη flat dish fem nom/voc/acc dual πατάνᾱ , πατάνη flat dish fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • alpatana — (del ár. y rom. and. «alpaṭána», del gr. «patanḗ», plato) 1 (And.; colectivo; pl.) f. Trastos. 2 (And.; gralm. pl.) Apero de labranza. * * * alpatana. (Del ár. hisp. y mozár. alpaṭana, y este del gr. πατάνη, plato). f …   Enciclopedia Universal

  • PATINA — an a patendo; unde saepe in veter, libris Patena scribitur, ut vidimus supra: an a πατάνη, ut Suidae visum? Graecis Λοπὰς est: a Romanis, luxuriante sequiore aevô, variis argumentis caelari consuevit. Unde Hederatam memorat Treb. Pollio in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πατανίων — ὁ, Α όνομα ενός μαγείρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατάνη «είδος ρηχού πιάτου» + επίθημα ίων (πρβλ. Κρον ίων)] …   Dictionary of Greek

  • βατάνη — (Α) βλ. πατάνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”